- νταραβερίζομαι
- 1) торговать, иметь торговые отношения; совершать сделки;2) иметь связи, отношения;
αυτή η κοπέλλα νταραβερίζεται με πολλούς — эта девушка флиртует со многими
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αυτή η κοπέλλα νταραβερίζεται με πολλούς — эта девушка флиртует со многими
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
νταραβερίζομαι — νταραβερίζομαι, νταραβερίστηκα βλ. πίν. 34 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
νταραβερίζομαι — [νταραβέρι] 1. έχω εμπορικές συναλλαγές, έχω δοσοληψίες με κάποιον («νταραβερίζεται με όλο τον γνωστό επιχειρηματικό κόσμο») 2. μτφ. α) (γενικά) έχω σχέσεις με κάποιον β) (ειδικά) έχω ερωτικές σχέσεις με κάποιον («νταραβερίζεται με πολλούς») … Dictionary of Greek
νταραβερίζομαι — νταραβερίστηκα, έχω δοσοληψίες, σχέσεις: Nταραβερίζεται με πολλούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλισβερίζομαι — και αλισιβερίζομαι και αλισφερίζομαι [αλισβερίσι] εμπορεύομαι, συναλλάσσομαι, νταραβερίζομαι … Dictionary of Greek